Άρδυς

Άρδυς
Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ένας από τους πρώτους ηγεμόνες των Λυδών, γιος του Σαδυάττη, από τον οίκο των Ηρακλειδών (8ος αι. π.Χ.). 2. Γιος του βασιλιά της Λυδίας Γύγη, ιδρυτή της δυναστείας των Μερμναδών (679-630 π.Χ.). Επιχείρησε να υποδουλώσει τον ελληνισμό της Μικράς Ασίας, αλλά τον σταμάτησε η επιδρομή των Κιμμερίων, που κατέλαβαν και την πρωτεύουσά του, τις Σάρδεις. 3. Στρατηγός του Αντιόχου του Μεγάλου, βασιλιά της Συρίας (τέλη 3ου αι. π.Χ.). 4. Αίλιος. Άρχοντας της Αθήνας (150-151 μ.Χ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ἄρδυς — Ἄρδῡς , Ἄρδυς fem acc pl Ἄρδυς fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄρδυες — Ἄρδυς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄρδυν — Ἄρδυς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄρδυος — Ἄρδυς fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄρδυι — Ἄρδυϊ , Ἄρδυς fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”